- κωλιά
- η [κώλος]1. χτύπημα τής παλάμης στους γλουτούς2. χτύπημα ή ώθηση με τα οπίσθια («έδωσε μια κωλιά κι έκλεισε την πόρτα»).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κωλή — κωλῆ, και ασυναίρ. τ. κωλέα, και διαλ. τ. κωλία, ἡ (Α) [κώλον] 1. οστό μηρού μαζί με τη σάρκα, μπούτι, κυρίως χοίρου, χοιρομέρι («οἴμοι δὲ κωλῆς ἥν ἐγὼ κατήσθιον», Αριστοφ.) 2. το μερίδιο ιέρειας σε θυσία 3. το ανδρικό μόριο 4. (κατά τον Ησύχ.)… … Dictionary of Greek